- σάκχαρα ή υδατάνθρακες
- Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε μερικές οργανικές ενώσεις, που έχουν παρόμοιες χημικές ιδιότητες και γλυκίζουσα γεύση, όπως η γλυκόζη, η φρουκτόζη, η σακχαρόζη κ.ά.
Μετά τις παρατηρήσεις ότι οι ενώσεις αυτές και πολλές άλλες ακόμα απλές ή πιο πολύπλοκες (όπως το άμυλο, η κυτταρίνη κλπ.) αντιστοιχούσαν όλες στο γενικό τύπο Cn(H2O)n, έγινε η πρόταση να ονομαστούν υ., εξαιτίας της παρουσίας υδρογόνου και οξυγόνου σε αναλογίες όμοιες με του ύδατος (Η2Ο) γι’ αυτό και παριστάνονται και με το γενικό τύπο Cn(H2O)n. H ονομασία αυτή έγινε αποδεκτή και αποκαλούνται έτσι ακόμα και σήμερα, αν και μεταγενέστερες μελέτες απόδειξαν ότι υπάρχουν σ. που δεν ανταποκρίνονται στο γενικό αυτόν τύπο και ότι, οπωσδήποτε, ο τρόπος με τον οποίο είναι ενωμένα μεταξύ τους τα άτομα ενός μόριου δε δικαιολογούν πλήρως την ονομασία υ. Οι ενώσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία για τους ζώντες οργανισμούς, γιατί συνιστούν την κύρια πηγή ενέργειας.
Μια βασική και αποφασιστική συμβολή στις μελέτες για την αποσαφήνιση της δομικής σύστασης αυτών των τόσο σημαντικών οργανικών ενώσεων έδωσε ο Έμιλ Φίσερ και οι συνεργάτες του. Αυτοί κατόρθωσαν v’ αποδείξουν ότι οι υ. μπορούν βασικά να υποδιαιρεθούν σε μια τάξη ενώσεων που δεν υδρολύονται (απλά σ. ή μονοσακχαρίτες) και σε μια άλλη των υδρολυόμενων ενώσεων (πολυσακχαρίτες ή πολύπλοκα σ. και γλυκοζίτες). Τα απλά σ. που δεν υδρολύονται τελικά αναγνωρίστηκαν ότι είναι οξυ - αλδεΰδες ή οξυ-κετόνες που αντιστοιχούν σε πολυσθενείς αλκοόλες.
Όπως και για άλλα τμήματα της οργανικής χημείας, έτσι και για τους υ. προτάθηκε αργότερα μια ονοματολογία πιο ορθολογική και πιο ενοποιημένη και θεμελιώθηκε μια ταξινόμηση αρκετά σαφής και καλά διαταγμένη. Τα σ. και τα παράγωγα τους, αν και διατηρούν ακόμα σε πολλές δημοσιεύσεις το όνομα υ., ονομάζονται τώρα γλυκίτες.
Οι γλυκίτες υποδιαιρούνται σε όζες και οζίτες: με το όνομα όζες εννοούνται οι μονοσακχαρίτες ή τα απλά σ. που δεν υδρολύονται, και με το όνομα οζίτες οι πολυσακχαρίτες ή σύνθετα σ., που υδρολύονται. Οι οζίτες υποδιαιρούνται σε ολοζίτες (πολυσακχαρίτες γνήσιοι και πραγματικοί, οι οποίοι υδρολυόμενοι δίνουν δύο ή περισσότερα μόρια όζης) και σε ετεροζίτες (γλυκοζίτες που, με υδρόλυση, δίνουν, εκτός από ένα ή περισσότερα μόρια όζης, επιπλέον και άλλες ουσίες που δεν είναι της φύσης των γλυκιτών, τα άγλυκα). Μερικοί συγγραφείς καθορίζουν τις όζες με το όνομα μονόζες, με την πρόθεση να τις διαφοροποιήσουν έτσι από τους οζίτες που ονομάζονται πολυόζες. Είναι όμως προτιμότερο ν’ ακολουθείται το κριτήριο που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Όζες.— Οι όζες (ή μονοσακχαρίτες) είναι ενώσεις ουδέτερες, υδατοδιαλυτές, ασθενώς διαλυτές στην αλκοόλη και αδιάλυτες στον αιθέρα και στους συνηθέστερους οργανικούς διαλύτες. Και ενώ πολλές απ’ αυτές έχουν μια γλυκιά γεύση, υπάρχουν παρόλα αυτά πολλές άγευστες και πολλές φορές υπόπικρες. Εκτός από εκείνες που βρίσκονται στη φύση, υπάρχουν πολλές όζες που παρασκευάστηκαν συνθετικά. Υποδιαιρούνται σε αλδόζες και κετόζες, ανάλογα με το αν το καρβονύλιό τους είναι αλδεϋδικό (οξυ - αλδεΰδες) ή κετονικό (οξυ - κετόνες). Μια χαρακτηριστική ιδιότητα των οζών είναι ότι μπορούν να υπάρχουν σε πολυάριθμες στερεοϊσομερείς μορφές. Και η ιδιότητα αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι στις ανθρακοαλύσεις των ενώσεων αυτών υπάρχουν ένα ή περισσότερα ασύμμετρα άτομα άνθρακα (C), τα οποία προσδίνουν στο μόριο μια ιδιαίτερη οπτική δραστικότητα. Με εξαίρεση τις διόζες και τις κετοτριόζες, όλες οι άλλες όζες περιέχουν τουλάχιστον ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα και έτσι μπορούν να υπάρχουν σε περισσότερες στερεοϊσομερείς μορφές, οπτικά ενεργές.
Αν μια όζη στρέφει το επίπεδο του πολωμένου φωτός αριστερά, τότε το χαρακτηριστικό της αυτό θα παριστάνεται με το σημείο (-) τοποθετημένο δίπλα στο όνομά της, ενώ με το σημείο (+) θα παριστάνεται η στροφή προς τα δεξιά. Η στροφική ικανότητα μιας όζης δεν είναι παρόλα αυτά ενδεικτική για τον καθορισμό της δομής της. Για να διακρίνεται η στερεοχημική διάταξη δύο οζών, προτάθηκαν δύο στερεοχημικές συμβατικές σειρές, που ονομάζονται D και L και στηρίζονται στη δομή της απλούστερης οπτικά ενεργού όζης, της γλυκεριναλδεΰδης. Από αυτή προκύπτει η σειρά D(+)σ. και D(-)σ., L(+)o. και L(-) σάκχαρα.
Οι τύποι δομής του Φίσερ συνέβαλαν πολύ στο να κατανοήσουμε τις ιδιότητες των οζών, αν και δεν ήταν δυνατό να εξηγήσουν μερικές ανωμαλίες συμπεριφοράς της καρβονυλικής ομάδας (δε δίνει αντίδραση προσθήκης με το όξινο θειώδες νάτριο, δε δίνει αντίδραση του Σιφ και του Άντζελι και Ρίμινι, αρκετά τυπικές για τις αλδεΰδες), ούτε και το φαινόμενο του πολυστροφισμού, που παρουσιάζουν οι όζες όταν διαλυθούν στο νερό.
Οι στερεοχημικές δομικές παραστάσεις του Φίσερ εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ ο Τόλενς εξήγησε τα φαινόμενα αυτά με την παραδοχή ότι οι όζες μπορούν να σχηματίσουν ημιακεταλικές ταυτομερείς μορφές. Κατ’ αυτόν συμβαίνει μια αυθόρμητη αντίδραση μεταξύ του καρβονύλιου και ενός από τα αλκοολικά υδροξύλια του σακχάρου, κάτω από το σχηματισμό μιας κυκλικής ημιακετάλης. Οι δύο μορφές, η καρβονυλική και η ημιακεταλική, είναι ταυτομερείς και η ισορροπία τους είναι πολύ μετατοπισμένη προς την πλευρά της ημιακετάλης. Αυτό εξηγεί τις ανωμαλίες οι οποίες διαπιστώνονται και στον πολυστροφισμό. Η λειτουργική ομάδα της καρβονυλικής μορφής δε δίνει τις αντιδράσεις του Σιφ, του Άντζελι και του Ρίμινι και του όξινου θειώδους νάτριου, επειδή υφίσταται σε ελάχιστη αναλογία ελεύθερη. Εξάλλου, αυτή η τόσο μικρή αναλογία θα είναι αρκετή για ν’ αντιδράσει το καρβονύλιο με άλλα αντιδραστήρια πιο ισχυρά (του τύπου του υδροκυανίου, της φαινυλυδραζίνης) και η υπό μελέτη όζη θα αντιδράσει πλήρως με αυτά επειδή, κατά το νόμο της δράσης των μαζών, η ισορροπία μεταξύ των δύο μορφών θα μετατοπιστεί βραδέως από την ημιακεταλική μορφή προς την καρβονυλική. Στον κύκλο της υπόθεσης αυτής, ο Τόλενς εξήγησε το φαινόμενο του πολυστροφισμού.
Ο νέος αυτός τρόπος του Τόλενς, να παριστάνει τις όζες σε κυκλική μορφή, βρήκε στους στερεοχημικούς τύπους του Χάουερθ μια γραφική απεικόνιση πιο ενδεικτική και πιστή προς την πραγματικότητα. Οι τύποι αυτοί, οι οποίοι προχωρούν πάντοτε προς μεγαλύτερη διάδοση της εφαρμογής τους στο συμβολισμό των γλυκιτών, παρίστανται με ένα πενταμελή δακτύλιο ή εξαμελή, ανάλογα αν πρόκειται για μορφές του τύπου φουρανόζης ή πυρανόζης στον ανθρακικό δακτύλιο.
Ο δακτύλιος του Χάουερθ μπορεί να γραφεί έτσι ώστε οι τρεις από τις πλευρές του δακτυλίου του να είναι πιο έντονα σημειωμένες (πιο μαύρες γραμμές) οπότε και μπορούμε να φανταστούμε ότι μέσα από το δακτύλιο διέρχεται το επίπεδο του μορίου, από κάτω προς τα πάνω, επί του οποίου είναι διαταγμένα τα υδρογόνα και τα υδροξύλια του μορίου της όζης.
Ως προς τις χημικές ιδιότητες των οζών στους τύπους του Τόλλενς και του Χάουερθ, συνηθίζεται να υπογραμμίζεται το ημιακεταλικό υδροξύλιο. Έτσι οι χημικές ιδιότητες των οζών μπορούν να εξηγηθούν μόνο αν ληφθεί υπόψη αυτή η διαφορά. Είναι γνωστές οι αντιδράσεις με οξέα και βάσεις, η εστεροποίηση, η μετατροπή της μιας όζης σε άλλη κλπ. Μια ενδιαφέρουσα αντίδραση, επειδή σ’ αυτή στηρίζονται οι μέθοδοι αναγνώρισης και ποσοτικής αναλογίας μιας όζης, είναι η αντίδραση με φαινυλυδραζίνη, η οποία αντιδρά με αυτά σχηματίζοντας ενώσας που εύκολα αποχωρίζονται με κρυστάλλωση και που ονομάζονται οζαζόνες. Μια άλλη ενδιαφέρουσα αντίδραση είναι με το διάλυμα Φέλινγκ, το οποίο αντιδρά με την καρβονυλική ομάδα (εάν είναι ελεύθερη), την οξειδώνει και τούτο αποχρωματίζεται.
Οι κύριες και οι πιο ενδιαφέρουσες όζες είναι οι πεντόζες και οι εξόζες.
Πεντόζες: γνωστότερες είναι οι τέσσερις δυνατές αλδο-πεντόζες (που υπάρχουν και στις δύο μορφές τους τη D και L): η αραβινόζη, η ξυλόζη, η λυξόζη και η ριβόζη. Είναι πολύ διαδομένες με τη μορφή οζιτών στο φυτικό (ξύλο, άχυρο) και στο ζωικό βασίλειο στα νουκλεϊνικά οξέα (ριβόζη και ένα παραγωγό της).
Εξόζες: μεταξύ των αλδοεξοζών ενδιαφέρουσες είναι η D-γλυκόζη ή σταφυλοσάκχαρο (λέγεται και δεξτρόζη επειδή είναι δεξιόστροφη)· η D-μαννόζη, επιμερές της γλυκόζης· η D-γαλακτόζη, που βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών με τη μορφή διολοζίτη. Από τις κετοεξόζες οι πιο ενδιαφέρουσες είναι δύο: η D-φρουκτόζη ή φρουτοσάκχαρο (που λέγεται και λαιβουλόζη επειδή είναι αριστερόστροφη) και η L-σορβόζη, η οποία βρίσκεται στα σούρβα, όπου και σχηματίζεται με βακτηριακή οξείδωση του σορβίτη. Όλες οι άλλες όζες, με μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό ατόμων άνθρακα (τετρό-ζες, επτόζες, οκτόζες, εννεόζες και δεκαόζες) έχουν μόνο κάποιο ενδιαφέρον θεωρητικό και μερικές από αυτές έχουν συντεθεί στο εργαστήριο και δεν υπάρχουν στη φύση.
Οζίτες—. Υποδιαιρούνται σε ολοζίτες και ετεροζίτες: οι ολοζίτες (πολυσακχαρίτες) σχηματίζονται με την αντίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων μορίων οζών με απομάκρυνση ενός ή περισσότερων μορίων ύδατος. Για το λόγο αυτόν ονομάζονται δι-, τρι-, τετρα- και πολυοζίτες, ανάλογα με το αν τα μόρια των οζών που ενώνονται είναι δύο, τρία, τέσσερα ή περισσότερα. Η αντίδραση αφυδάτωσης γίνεται πάντοτε με σχηματισμό ενός γλυκοζιτικού δεσμού, δηλαδή ενός δεσμού μεταξύ του ημιακεταλικού υδροξυλίου (γλυκοζιτικό) μιας όζης και ενός οποιουδήποτε υδροξυλίου (ημιακεταλικού ή αλκοολικού) της άλλης όζης. Κατά συνέπεια έχουμε τη δυνατότητα για δύο τύπους ολοζιτών: ενός ολοζίτη με δεσμό μεταξύ του ημιακεταλικού υδροξυλίου μιας όζης και ενός αλκοολικού υδροξυλίου μιας άλλης (στην περίπτωση αυτή, που είναι ελεύθερο ένα καρβονύλιο, θα έχουμε αναγωγή του διαλύματος Φέλινγκ, θα παρατηρηθεί το φαινόμενο του πολυστροφισμού και όλες οι σχετικές ιδιότητες της χημικής αυτής σύνταξης), ή έναν ολοζίτη με δεσμό μεταξύ του ημιακεταλικού υδροξυλίου της πρώτης όζης και του ημιακεταλικού υδροξυλίου της δεύτερης όζης (στην περίπτωση αυτή δε θα έχουμε αναγωγή του διαλύματος Φέλινγκ, δε θα γίνει πολυστροφισμός κλπ. επειδή είναι δεσμευμένες όλες οι καρβονυλικές ομάδες).
Οι ολοζίτες είναι πολύ διαδομένοι στη φύση, και μπορούν να διασπαστούν στα συστατικά τους είτε με χημική είτε με ενζυματική υδρόλυση.
Διολοζίτες (δισακχαρίτες). Μαλτόζη: η μαλτάση τη διασπά σε δύο μόρια γλυκόζη. Κελλο-βιόζη: η κελλοβιάση δίνει δύο μόρια γλυκόζης. Λακτόζη: βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών· η λακτάση τη διασπά σε γαλακτόζη και γλυκόζη, θρεαλόζη: βρίσκεται σε πολλούς μύκητες· δίνει δύο μόρια γλυκόζης.
Σακχαρόζη (γλυκοπυρανοζίτης – φρουκτο – πυρανοζίτης): λέγεται και καλαμοσάκχαρο ή σάκχαρο των τεύτλων (ζάχαρη). Με υδρόλυση δίνει ένα μόριο γλυκόζης και ένα φρουκτόζης. Το μείγμα αυτών των δύο οζών είναι αριστερόστροφο, σε αντίθεση με τη σακχαρόζη που είναι δεξιόστροφη (φαινόμενο αναστροφής).
Οι τριοζίτες και οι τετροζίτες δεν παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Οι πιο γνωστοί είναι η ραφινόζη (γαλακτόζη – γλυκόζη - φρουκτόζη), η γεντιανόζη (γλυκόζη – γλυκόζη – φρουκτόζη) και η σταχυόζη, που με υδρόλυση δίνει ένα μόριο γλυκόζης, ένα φρουκτόζης και δύο γαλακτόζης.
Πολυολοζίτες (πολυσακχαρίτες): προκύπτουν από τη γλυκοζιτική συμπύκνωση πολλών μορίων (μερικές φορές φθάνουν τα χίλια) οζών. Ο γενικός τύπος ενός πολυοζίτη, αν το n, αριθμός των οζών από τις οποίες έχει σχηματιστεί είναι πολύ μεγάλος, είναι:
nC6H1206-nH20 ———> (C6H10O5)n
Οι χημικές και φυσικές ιδιότητες των πολυο-λοζιτών είναι αρκετά διαφορετικές από εκείνες των οζών και των ολοζιτών με χαμηλό μοριακό βάρος (δι-, τρι- και τετραολοζιτών). Η διαλυτότητα στο νερό, π.χ. είναι αξιοσημείωτη για μερικά από αυτά (ινουλΐνη και γλυκογόνο), ενώ σχεδόν μηδέν για άλλα (άμυλο, κυτταρίνη).
Ο δεσμός μεταξύ των οζών που τα αποτελούν είναι γλυκοζιτικός και γίνεται μεταξύ του ημιακεταλικού υδροξυλίου μιας όζης και ενός αλκοολικού υδροξυλίου της επόμενης όζης, εφόσον η όξινη υδρόλυση είναι αρκετά εύκολη.
Οι πιο ενδιαφέροντες ολοζίτες υφίστανται μια ολική υδρόλυση προς D-γλυκόζη, άλλοι δίνουν φρουκτόζη, μαλακτόζη, μαννόζη, ξυλόζη και φουκόζη. Μερικοί ολοζίτες έχουν ένα δικό τους κύριο όνομα ανεξάρτητα από την όζη που αποτελεί τη βάση τους, άλλοι παίρνουν το όνομα από το μονομερές τους, όπως μαννάνες, ξυλάνες, αραβάνες, γαλακτάνες και πεντοζάνες που γενικά είναι εκείνοι που σχηματίζονται αποκλειστικά από πεντόζες. Οι πιο ενδιαφέροντες πολυοζίτες είναι: το άμυλο, που σχηματίζεται από εκατοντάδα και πιθανόν από χιλιάδα μορίων γλυκόζης ενωμένων μεταξύ τους όπως στη μαλτόζη. Με μερική υδρόλυση δίνει δεξτρίνες, ενώ η ολική του υδρόλυση καταλήγει σε μαλτόζη και τελικά σε γλυκόζη. Το γλυκογόνο: παίζει στο ζωικό βασίλειο (στους μυς και στο ήπαρ) το ρόλο γλυκιτικής αποταμίευσης, όπως το άμυλο παίζει τον ίδιο ρόλο στο φυτικό βασίλειο. Με υδρόλυση δίνει πρώτα μαλτόζη και τελικά γλυκόζη και διαφοροποιείται από το άμυλο ως προς το μικρότερο βαθμό πολυμερισμού του. Η ινουλίνη βρίσκεται στους βολβούς της ντάλιας. Σχηματίζεται από μερικές εκατοντάδες D-φρουκτο-φουρανόζες. Η κυτταρίνη ή κελλουλόζη βρίσκεται στα ξυλώδη μέρη των φυτών (υλικό στερεωτικό). Το βαμβάκι είναι κυτταρίνη, σχεδόν καθαρή. Με όξινη υδρόλυση δίνει γλυκόζη. Στην κυτταρίνη τα μόρια της γλυκόζης βρίσκονται ενωμένα μεταξύ τους όπως στην κελλοβιόζη.
Οι ετεροζίτες ή γλυκοζίτες είναι προϊόντα αντίδρασης μεταξύ ενός σακχάρου (όζη ή οζίτη) και άλλων ουσιών διαφορετικής χημικής φύσης, οι οποίες καλούνται άγλυκα (γλυκοζίτες).
Μια άλλη ενδιαφέρουσα κατηγορία με βιολογικές δράσεις είναι οι μυκοπολυσακχαρίτες (ηπαρίνη, υαλουρονικό οξύ κλπ.) οι οποίοι είναι μεικτοί πολυσακχαρίτες.
Ιατρική— Τα σ., σε μορφή γλυκόζης ή γλυκογόνου, βρίσκονται στο αίμα, σ’ όλα τα κύτταρα και στα ενδιάμεσα υγρά του οργανισμού μας, αποτελώντας το κατεξοχήν υλικό ενέργειας. Από την αποδόμησή τους, πράγματι, αντλούν οι ιστοί την απαραίτητη για τις δραστηριότητες τους ενέργεια, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η συνεχής πρόσληψη τροφής που να περιέχει σάκχαρα. Τα σ. εισάγονται στον οργανισμό υπό μορφή πολυσακχαριδών (φυτικό άμυλο και ζωικό γλυκογόνο) ή δισακχαριδών (σακχαρόζη, μαλτόζη, λακτόζη κ.ά.) ή και μονοσακχαριδών (γλυκόζη, φρουκτόζη). Στο έντερο τα πολυ- και δισακχαρίδια διασπώνται, δι’ υδρόλυσης, μέχρι μετατροπής τους σε μονοσακχαρίδια και σε συνέχεια απορροφιούνται υπό μορφή μονοφωσφορικών εστέρων. Η γλυκόζη μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας δι’ οξείδωσης ή να αποθηκευτεί στο ήπαρ, αφού μετατραπεί σε γλυκογόνο σαν εφεδρικό υλικό· η φρουκτόζη και η γαλακτόζη, πριν από άλλες μεταβολικές μετατροπές, πρέπει να υποστούν στο ήπαρ τη μετατροπή τους σε γλυκόζη. Το γλυκογόνο του ήπατος, για να χρησιμοποιηθεί, πρέπει να μετατραπεί εκ νέου σε γλυκόζη· εάν η παραγωγή γλυκογόνου στο ήπαρ ξεπερνά την κατανάλωση, τότε γίνεται παράλληλα σύνθεση λιπιδίων, σαν επιπλέον υλικό εφεδρείας. Από τη γλυκόζη του αίματος συνθέτουν γλυκογόνο και οι μύες που το διασπούν κατόπιν κατά τη μυϊκή σύσπαση. Η σύνθεση του γλυκογόνου (γλυκογονογένεση), η αποικοδόμησή του (γλυκογονόλυση) και η διάσπαση της γλυκόζης για παροχή ενέργειας, γίνονται μέσω μιας σειράς βιοχημικών αντιδράσεων ενζυμικής φύσης στις οποίες συμμετέχει πάντα η φωσφορική ρίζα, που χορηγείται όποτε χρειάζεται από ειδικές ενώσεις, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι τα νουκλεοτίδια της αδενίνης (αδενοσινοτριφω-σφορικό, αδενοσινοδιφωσφορικό και αδενοσι-νομονοφωσφορικό)· η γλυκόζη, π.χ., πριν εισέλθει σε μια μεταβολική αλυσίδα πρέπει πάντα να υποστεί φωσφορυλίωση, μετατρεπόμενη σε φωσφορική-6-γλυκόζη, πράγμα που πετυχαίνεται με την παρεμβολή της τριφωσφορικής αδενοσίνης και με τη δράση του ένζυμου εξοκινάση. Η σημασία των φωσφορικών ριζών στο μεταβολισμό των σ. οφείλεται στο γεγονός ότι η απόσπαση της ρίζας από το φορέα της συνεπάγει την απελευθέρωση σημαντικών ποσοτήτων ενέργειας. Πρέπει να προστεθεί ότι η αποικοδόμηση της γλυκόζης γίνεται κατά ένα μέρος δια οξειδωτικών διεργασιών και κατά ένα μέρος δια διεργασιών που δεν απαιτούν παρουσία οξυγόνου (γλυκόλυση) και που τείνουν να σχηματίσουν γαλακτικό οξύ· αυτό μπορεί να μετατραπεί εκ νέου σε γλυκογόνο στους μυς ή να αποικοδομηθεί περαιτέρω δια οξείδωσης μέχρι σχηματισμού ύδατος και διοξειδίου του άνθρακα τελικά προϊόντα του μεταβολισμού των σ. Το σύστημα της γλυκόζης των ιστών πρέπει να διατηρείται σταθερό, και αυτό κατορθώνεται χάρη στην ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί τη γλυκερίνη εντός καθορισμένων ορίων. Στη διατήρηση της ισορροπίας αυτής συνεργάζονται πολυάριθμα συστήματα και οργανικές λειτουργίες, πολλές απ’ τις οποίες βρίσκονται κάτω από ορμονικό και νευρικό έλεγχο. Στο μεταβολισμό των σ. συμμετέχουν κυρίως το πάγκρεας (έκκριση πεπτικών χυμών και ινσουλίνης), τα επινεφρίδια (έκκριση γλυ-κοκορτικοειδών και αδρεναλίνης), το ήπαρ (γλυκογονογένεση και γλυκογονόλυση), η υπόφυση κ.ά. Υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις που κυριαρχούνται από την αλλοίωση του μεταβολισμού των σ., η σπουδαιότερη απ’ τις οποίες είναι ο σακχαρώδης διαβήτης.
Dictionary of Greek. 2013.